- ὀλβιόδαιμον
- ὀλβιοδαίμωνof blessed lotvoc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CLIMACIDES — Graece Κλιμακίδες, dicebantur mulieres, quae dominabus suis vicem stapedis aut saclae, quoties equum conscensurae erant, praestabant: de quibus Athenaeus, ἀρεοκόμεναι, inquit, ταῖς μεταπεμψαμέναις αὐτὰς ενδόξοις γυναιξὶ κλίμακα ἐξ ἑαυτῶν ἐποίουν… … Hofmann J. Lexicon universale
μοιρηγενής — μοιρηγενής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός που ευνοήθηκε από τη μοίρα κατά τη γέννηση, ο γεννημένος ευτυχής, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γενής (< γένος). Το η οφείλεται σε μετρικοὺς λόγους] … Dictionary of Greek
ολβιοδαίμων — ὀλβιοδαίμων, όνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή τύχη από τον θεό, ευτυχισμένος, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δαίμων (πρβλ. κακο δαίμων)] … Dictionary of Greek
ροπαλικός — ή, όν, Α [ῥόπαλον] φρ. «ῥοπαλικὸς στίχος» στίχος τού οποίου κάθε λέξη είναι κατά μια συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενη («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιριγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek